- Πασίφιλος
- Πασίφιλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασίφιλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασίφιλος — ον, θηλ. και πασιφίλη, Α αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φίλος] … Dictionary of Greek
πασίφιλον — πασίφιλος masc/fem acc sg πασίφιλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασιφίλου — Πασίφιλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασιφίλου — πασίφιλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασιφίλῳ — Πασίφιλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασιφίλῳ — πασίφιλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασίφιλε — Πασίφιλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασίφιλε — πασίφιλος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασίφιλον — Πασίφιλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)